- αμβλωθρίδιος
- ἀμβλωθρίδιος, -ον (Α) [ἀμβλῶ]1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύουβ) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλωθρίδιος — abortive child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθρίδιοι — ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθρίδιον — abortive child neut nom/voc/acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλώ — ἀμβλῶ ( όω) (Α) ἀμβλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρ. ἀμβλίσκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος μσν. ἀμβλώθριον] … Dictionary of Greek
αμβλώθριον — ἀμβλώθριον, το (Μ) [ἀμβλῶ] το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος) … Dictionary of Greek
ἀμβλωθριδίοις — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίου — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίων — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίῳ — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθρίδια — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut nom/voc/acc pl ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)